ἔριφος

ἔριφος
ἔριφος, ου, ὁ (s. prec. entry; Hom.+) kid, he-goat. Pl. w. πρόβατα prob. simply goats (cp. ἄρνας κ. ἐρίφους POxy 244, 10 [23 A.D.]; Molpis: 590 Fgm. 2c [in Athen. 4, 141e] ἄρνες, ἔριφοι; Longus 3, 33, 2; EpArist 146) Mt 25:32; GJs 18:3 (not pap).—Kid Lk 15:29 (as a roast: Alcaeus 44 Diehl2; Maximus Tyr. 30, 5a).—B. 166. DELG.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἔριφος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔριφος — kid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έριφος — ο και η (AM ἔριφος) 1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι 2. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες 2. φρ. «ἐπ’… …   Dictionary of Greek

  • Ἐρίφω — Ἔριφος masc nom/voc/acc dual Ἔριφος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίφω — ἔριφος kid masc nom/voc/acc dual ἔριφος kid masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρίφοιο — Ἔριφος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίφοιο — ἔριφος kid masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρίφοις — Ἔριφος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίφοις — ἔριφος kid masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρίφοισι — Ἔριφος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίφοισι — ἔριφος kid masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”